- ταχυφαγία
- η, ΝΜτο να τρώει κανείς γρήγορα και σχεδόν χωρίς να μασάει την τροφή.[ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ-* + -φαγία (< -φάγος < θ. φαγ- τού ἐσθίω, πρβλ. αόρ. β' ἔ-φαγ-ον), πρβλ. γλυκυ-φαγία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-φαγία — ΝΜΑ β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε φάγος* ή από ρ. σε φαγώ (για την ετυμολ. και σημ. τών λ. βλ. λήμμα φαγος).Παραδείγματα λ. με β συνθετικό φαγία: αδηφαγία, ανθρωποφαγία, ζωοφαγία, ιχθυοφαγία, κρεοφαγία / … Dictionary of Greek
ταχύ- — ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ταχύς και προσδίδει στο β συνθετικό την ιδιότητα τού γρήγορου (πρβλ. ταχυ κίνητος, ταχύ πους), τού πρόωρου, τού εσπευσμένου (πρβλ. ταχύ γαμος, ταχύ γηρος), τού… … Dictionary of Greek
ταχυ- — α συνθετικό λόγιων λέξεων που φανερώνει πως ό,τι δηλώνεται με το β συνθετικό γίνεται γρήγορα: Ταχυπαλμία, ταχυφαγία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)